ταξιαρχώ

ταξιαρχώ
-έω, ΜΑ [ταξίαρχος]
μσν.
1. (κυρίως για τον Θεό) κυβερνώ, διοικώ
2. εκκλ. (σε μοναστήρι) έχω το αξίωμα τού ταξιάρχου
αρχ.
1. είμαι διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων
2. είμαι ένας από τους δέκα ανώτερους διοικητές τού στρατού κάθε φυλής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταξιάρχω — ταξίαρχος commander of a corps masc nom/voc/acc dual ταξίαρχος commander of a corps masc gen sg (doric aeolic) ταξιάρχης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξιάρχῳ — ταξίαρχος commander of a corps masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”